-
1 μανία
A madness, Hdt.6.112, Hp.Aph. 7.5, S.Ant. 958 (lyr.), etc.;πολλὴν καταγνῶναι μ. τινῶν Isoc.4.133
;μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Pl.Phlb. 45e
;μανίη νοῦσος Hdt.6.75
: freq. in pl., Lex Solonis ap.D.46.14, Thgn.1231, A.Pr. 879, 1057 (both anap.), etc.II enthusiasm, inspired frenzy,μ. Διονύσου πάρα E.Ba. 305
;ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μ. Pl.Phdr. 245a
; θεία μ., opp. σωφροσύνη ἀνθρωπίνη, ib. 256b, cf. Prt. 323b, X. Mem.1.1.16;τῆς φιλοσόφου μ. τε καὶ βακχείας Pl.Smp. 218b
.III passion,ἐρωτικὴ μ. Id.Phdr. 265b
;μανίην μανεὶς ἀρίστην Anacreont. 59.2
: freq. in pl., Pi.O.9.39, N.11.48, E.HF 835;ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει Id.Heracl. 904
(lyr.); μανίη τινός mad desire for.., Hermesian.7.85.------------------------------------μανία (B), ἡ,A = μανότης, An.Ox.2.393. -
2 σύναυλος
A in concert with the flute; then generally, sounding in concord or unison, harmonious,ξ. ὕμνων βοά Ar.Ra. 212
(lyr.): generally, in harmony with,ξ. βοὰ Χαρᾷ E.El. 879
(lyr.);ὅτε τις κύκνος.. ἀνέμου σύναυλος ἠχῇ Anacreont.60.10
.------------------------------------A dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναις), S.OT 1126: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i.e. afflicted with madness, Id.Aj. 611 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύναυλος
-
3 θεῖος
θεῖος (A), α, ον: late [dialect] Ep. [full] θέειος Procl.H.2.16; [full] θεήϊος Bion Fr.15.9; late [dialect] Aeol. [full] θήϊος Epigr.Gr.989.4 ([place name] Balbilla); [dialect] Lacon. [full] σεῖος (v. infr. 1.3): [comp] Comp. and [comp] Sup. θειότερος, -ότατος, freq. in Pl., Phdr. 279a, Mx. 244d, al.: ([etym.] θεός):1 of or from the gods, divine,γένος Il.6.180
;ὀμφή 2.41
; Ὄνειρος ib.22;ἐπιπνοίαις A.Supp. 577
, cf. Pl.R. 499c; ; (lyr.); νόσος ib. 185 (lyr.) (but θ. νόσος, of a dust-storm, Id.Ant. 421);κίνδυνοι And.1.139
; θ. τινὶ μοίρᾳ by divine intervention, X.HG7.5.10;θ. τύχῃ γεγονώς Hdt.1.126
;θ. τύχῃ χρεώμενος Id.3.139
; θ. κἀπόνῳ τύχῃ, of an easy death, S.OC 1585;ἐκ θ. τύχης Id.Ph. 1326
;ἔμαθε ὡς θ. εἴη τὸ πρῆγμα Hdt.6.69
;ὁ θ. νόμος Th.3.82
; φύσις θ. SIG1125.8 ([place name] Eleusis), cf. 2 Ep.Pet.1.4; appointed of God,βασιλῆες Od.4.691
; σκῆπτρον given by God, S.Ph. 139 (lyr.); v. infr. 2.2 belonging or sacred to a god, holy, ἀγών, χορός, Il.7.298, Od. 8.264; under divine protection, πύργος, δόμος, Il.21.526, Od.4.43; of heralds and bards, Il.4.192, Od.4.17, al.; so perh., of kings, ib. 691.3 morethan human, of heroes,Ὀδυσσεύς Il.2.335
, al., Cratin. 144.4 (lyr.);θ. ἀνήρ Pi.P.6.38
, A.Ag. 1548 (lyr.), Pl.R. 331e, Men. 99d (esp. at Sparta ([dialect] Lacon. σεῖος), Arist.EN 1145a29; ὦ θεῖε (in the mouth of a Spartan) Pl.Lg. 626c);μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς Id.Phdr. 234d
, cf. Them.Or.9.128a, Lib.Or.19.66.b of things, excellent,θεῖον ποτόν Od.2.341
, 9.205;ἁλὸς θείοιο Il.9.214
; θ. πρήγματα marvellous things, Hdt.2.66;ἐν τοῖσι θειότατον Id.7.137
.4 = Lat. divinus (or sacer), Imperial, διατάξεις prob. in BGU473.5 ( 200 A.D.), etc.; (iv A.D.); θ. ὅρκος oath by the Emperor, POxy.83.6 (iv A.D.), etc.; θειότατος, of living Emperors, Inscr.Prien.105.22 (9 B.C.), etc.b = Lat. divus, of deified Emperors, θ. Σεβαστός Edict.Claud. ap.J.AJ19.5.3, cf.Inscr.Perg. 283 (iii A.D.), Lyd.Mag.2.3.II as Subst., θεῖον, τό, the Divinity, Hdt.1.32,3.108, al., A.Ch. 958 (lyr.);τοῦ θ. χάριν Th.5.70
; ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θ. Pl.Phdr. 242c.2 in an abstract sense, divinity, κεκοινώνηκε.. τοῦ θ. ib. 246d; ἢ μόνον μετέχει τοῦ θ..., ἢ μάλιστα [ἄνθρωπος] Arist.PA 656a8, etc.; κατὰ θεῖον or κατά τι θ., Aen.Gaz.Thphr.p.37 B., p.4 B.3 θεῖα, τά, the acts of the gods, course of providence, S.Ph. 452, etc.;τὰ θ. θνητοὺς ὄντας εὐπετῶς φέρειν S.Fr. 585
;τὰ θ. μὴ φαύλως φέρειν Ar.Av. 961
.b matters of religion, ἔρρει τὰ θ. religion is no more, S.OT 910 (lyr.), cf. OC 1537, X.Cyr.8.8.2, etc.c inquiries concerning the divine, Pl.Sph. 232c; τὰ φανερὰ τῶν θείων, i.e. the heavenly bodies, Arist.Metaph. 1026a18, cf. GA 731b24, Ph. 196a33 ([comp] Sup.), EN 1141b1.III Adv. θείως by divine providence,θ. πως X.Cyr.4.2.1
, etc.; θειοτέρως by special providence, Hdt.1.122; μᾶλλόν τι καὶ -ότερον ib. 174.------------------------------------θεῖος (B), ὁ,A one's father's or mother's brother, uncle, E.IT 930, Ar. Nu. 124, And.1.18, 117, Pl.Chrm. 154b, Men.5 D., etc.; ὁ πρὸς μητρὸς θ. Is.5.10;πρὸς πατρός Ph.2.172
. (Cf. τήθη.) -
4 προφητεύω
προφητ-εύω, [dialect] Dor. [pref] προφᾱτ- Pi.Fr. 150 and Inscrr.(v. infr.):—in [tense] impf. and [tense] aor. 1 the augm. is sts. placed after the prep., προ-εφήτευον, -εφήτευσα, as LXX 3 Ki.22.12 (v.l.), Act.Ap.19.6 (v.l.), LXX Si.46.20 (but ἐπροφήτευσαν ib.Nu.11.25, al.):—A to be a προφήτης or interpreter of the gods,μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ Pi.
l.c.; τίς προφητεύει θεοῦ; who is his interpreter? E. Ion 413;οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Hdt.7.111
;ἡψυχὴ τὰ θεῖα καταλαβομένη τοῖς τε ἀνθρώποις προφητεύουσα Arist.Mu. 391a16
;οὗ [μαντείου] προειστήκει προφητεύων Luc.VH2.33
, cf. Plu.2.412b; οὐκ ἔστιν ὅστις σοι προφητεύσει τάδε will be thy intermediary in asking this, E. Ion 369; ἡ μανία.. προφητεύσασα with oracular power, Pl.Phdr. 244d:—[voice] Pass., τὰ προφητευθέντα Sch.Od. 12.9.II expound, interpret, preach, under the influence of the Holy Spirit, Ev.Luc.1.67, Ev.Jo.11.51, Act.Ap.2.17, 19.6, 1 Ep.Cor. 11.4, 13.9, al.: alsoδημιουργῶν χεῖρες π. τὰ ποιήματα Callistr.Stat. 2
.III hold office ofπροφήτης, Θεοδώρου προφᾱτεύοντος IG7.4155
(Ptoön), cf. 12(1).833.6 ([place name] Lindus), PGnom. 211 (ii A.D.).IV to be a quack doctor, Gal.15.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφητεύω
См. также в других словарях:
μανία — η 1. τρέλα. 2. (συνεκδοχ.), μεγάλη οργή: Τον έπιασε μανία και με χτύπησε. 3. ενθουσιασμός, έμπνευση: Θεία μανία (η ποιητική έμπνευση). 4. συνήθεια, πάθος για κάτι: Έχει μανία με τους υπολογιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βάκχες — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, οι Β. ήταν γυναίκες, μέλη του οργιαστικού θιάσου του Διόνυσου. Στους Ορφικούς Ύμνους, όπου ονομάζονται επίσης Μαινάδες και Ναΐδες, αναφέρονται ως τροφοί του θεού. Οι Β., κυριευμένες από θεία μανία (στη… … Dictionary of Greek
εκθειασμός — ο (Α ἐκθειασμός) θαυμασμός, ζωηρός έπαινος αρχ. θεία μανία, θεοληψία … Dictionary of Greek
θεόφοιτος — θεόφοιτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από θεία μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. από φοιτος, τελειό φοιτος] … Dictionary of Greek
σύναυλος — (I) και αττ. τ. ξύναυλος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό 2. (κατ επέκτ.) αρμονικός 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ αυλος] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ενθεαστικός — ἐνθεαστικός, ή, όν (AM) [ενθεάζω] 1. αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από θεία έμπνευση, ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.) 2. (για ενόχληση) αυτός που οφείλεται στα νεύρα. επίρρ... ἐνθεαστικῶς με ένθεη μανία, με ενθουσιασμό… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek