Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θείᾳ μανίᾳ ξ

См. также в других словарях:

  • μανία — η 1. τρέλα. 2. (συνεκδοχ.), μεγάλη οργή: Τον έπιασε μανία και με χτύπησε. 3. ενθουσιασμός, έμπνευση: Θεία μανία (η ποιητική έμπνευση). 4. συνήθεια, πάθος για κάτι: Έχει μανία με τους υπολογιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βάκχες — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, οι Β. ήταν γυναίκες, μέλη του οργιαστικού θιάσου του Διόνυσου. Στους Ορφικούς Ύμνους, όπου ονομάζονται επίσης Μαινάδες και Ναΐδες, αναφέρονται ως τροφοί του θεού. Οι Β., κυριευμένες από θεία μανία (στη… …   Dictionary of Greek

  • εκθειασμός — ο (Α ἐκθειασμός) θαυμασμός, ζωηρός έπαινος αρχ. θεία μανία, θεοληψία …   Dictionary of Greek

  • θεόφοιτος — θεόφοιτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από θεία μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. από φοιτος, τελειό φοιτος] …   Dictionary of Greek

  • σύναυλος — (I) και αττ. τ. ξύναυλος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό 2. (κατ επέκτ.) αρμονικός 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ αυλος] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ενθεαστικός — ἐνθεαστικός, ή, όν (AM) [ενθεάζω] 1. αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από θεία έμπνευση, ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.) 2. (για ενόχληση) αυτός που οφείλεται στα νεύρα. επίρρ... ἐνθεαστικῶς με ένθεη μανία, με ενθουσιασμό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»